-Ο Θυρεοειδής αδένας είναι ένας ενδοκρινής αδένας, με σχήμα πεταλούδας, που βρίσκεται στη μέση του λαιμού κάτω από το “μήλο του Αδάμ” μπροστά από την τραχεία. Με τη διέγερση της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH: thyroid stimulating hormone) που εκκρίνεται από την υπόφυση, παράγει τις ορμόνες θυροξίνη (Τ4) και τριιωδοθυρονίνη (Τ3) χρησιμοποιώντας ιώδιο.
-Ο θυρεοειδής αδένας παράγει κυρίως την Τ4 ενώ η Τ3 προκύπτει ουσιαστικά από τη μετατροπή της Τ4 σε Τ3 περιφερικά στους ιστούς. Οι ορμόνες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού. Έχουν δράση σε όλα τα όργανα ώστε να δίνουν το σωστό “ρυθμό” λειτουργίας για παράδειγμα στην καρδιά, το έντερο, τον εγκέφαλο, αλλά και στο μεταβολισμό ως σύνολο.
Όταν αυτές οι ορμόνες είναι σε χαμηλά επίπεδα, τα όργανα λειτουργούν σε πιο αργό ρυθμό, για παράδειγμα προκαλώντας βραδυκαρδία (βραδύτερος καρδιακός ρυθμός), δυσκοιλιότητα (ελαττωμένη κινητικότητα στο έντερο), δυσκολία στη συγκέντρωση (βραδύτερη λειτουργία του εγκεφάλου), πρόσληψη βάρους και δυσανεξία στο κρύο (αργός μεταβολισμός).
Όταν αυτές οι ορμόνες έχουν υψηλή συγκέντρωση στο αίμα, τότε έχουμε τα αντίθετα προβλήματα: ταχυκαρδία, διάρροια, υπερένταση, απώλεια βάρους και δυσανεξία στη ζέστη.
Στα παιδιά οι ορμόνες του θυρεοειδούς παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου-ιδιαίτερα στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής-, τη σωματική αύξηση, την οδοντοφυΐα, τη σκελετική ωρίμανση καθώς και τη φυσιολογική εξέλιξη της ήβης.
-Ο Υποθυρεοειδισμός είναι η πιο συχνή διαταραχή του θυρεοειδούς αδένα τόσο στα παιδιά όσο και σε ενήλικες. Στα παιδιά ο υποθυρεοειδισμός είναι είτε συγγενής (από τη γέννηση) είτε επίκτητος. Στη χώρα μας όλα τα μωρά ελέγχονται για το συγγενή υποθυρεοειδισμό (ΣΥ) μετά τη γέννηση. Αυτό γίνεται διότι ο ΣΥ αν δεν θεραπευτεί έγκαιρα οδηγεί σε σοβαρή ψυχοκινητική καθυστέρηση και μαθησιακά προβλήματα. Ευτυχώς όμως, με την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία τα παιδιά με ΣΥ αναπτύσσονται φυσιολογικά.
-Ο ΣΥ έχει συχνότητα περίπου 1 στα 3000 νεογνά. Οφείλεται είτε σε διαταραχή της διάπλασης του θυρεοειδούς αδένα ο οποίος μπορεί να λείπει εντελώς (απουσία) ή να είναι πολύ μικρός (υποπλασία) ή να υπάρχει αλλά σε λάθος θέση (έκτοπος) είτε-λιγότερο συχνά-σε έλλειψη ενζύμου που απαιτείται για τη σύνθεση των ορμονών του θυρεοειδούς (δυσορμονογένεση).
Ο κίνδυνος να γεννηθεί κι άλλο παιδί με ΣΥ στην ίδια οικογένεια, όταν οφείλεται σε διαταραχή της διάπλασης του αδένα είναι μικρός. Στην περίπτωση όμως της δυσορμονογένεσης μπορεί το παιδί να έχει κληρονομήσει ένα παθολογικό γονίδιο από τον ένα ή και τους δύο γονείς, οπότε υπάρχει πιθανότητα να γεννηθεί κι άλλο μωρό με ΣΥ στην οικογένεια.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ΣΥ που οφείλονται σε παροδική δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα του νεογνού, όπως στην περίπτωση όπου αντιθυρεοειδικά αντισώματα της μητέρας έχουν περάσει μέσω του πλακούντα στην κυκλοφορία του εμβρύου.
-Ο υποθυρεοειδισμός σε μεγαλύτερα παιδιά είναι συνήθως, όπως και στους ενήλικες, αυτοάνοσης αιτιολογίας. Δηλαδή οφείλεται σε καταστροφή του αδένα από αντισώματα που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός. Κανονικά τα αντισώματα είναι τα αμυντικά μας όπλα απέναντι στους ξένους εισβολείς όπως μικρόβια, ιοί. Όταν όμως ο οργανισμός αρχίζει να μην αναγνωρίζει ως δικά του κάποια κύτταρα, τότε στρέφεται εναντίον τους. Έτσι προκύπτουν αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο αυτοάνοσος υποθυρεοειδισμός, όπου ο στόχος είναι ο θυρεοειδής αδένας (λέγεται Θυρεοειδίτιδα Hashimoto, από τον Ιάπωνα γιατρό που περιέγραψε πρώτος την πάθηση αυτή το 1912). Ο αυτοάνοσος υποθυρεοειδισμός συμβαίνει περίπου σε 1 στα 3500 παιδιά. Η συχνότητά του κορυφώνεται στην εφηβεία με τα κορίτσια να προσβάλλονται περισσότερο από τα αγόρια. Πολλές φορές υπάρχει οικογενειακό ιστορικό της νόσου που υποδηλώνει γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξή του.
Ο αυτοάνοσος υποθυρεοειδισμός μπορεί να συνοδεύει κι άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως λεύκη, κοιλιοκάκη, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, νόσο του Addison. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις είναι μεμονωμένος χωρίς δηλαδή άλλα συνοδά νοσήματα.
–Τα συμπτώματα του ΣΥ συνήθως δεν είναι έκδηλα και μπορεί να απουσιάζουν εντελώς. Ένα μωρό με ΣΥ μπορεί να είναι νωθρό, να έχει ίκτερο, δυσκοιλιότητα, να έχει ασθενές/βραχνό κλάμα, κήλη στον ομφαλό, να μην βάζει καλό βάρος, να δυσκολεύεται να θηλάσει ή ακόμη και σιτιστεί με μπιμπερό.
Στα μεγαλύτερα παιδιά με υποθυρεοειδισμό η συμπτωματολογία μπορεί να διαλάθει, ιδιαίτερα αν είναι αργή η εξέλιξη της καταστροφής του θυρεοειδούς από την αυτοάνοση διαδικασία. Μπορεί να εμφανιστεί τόσο με συμπτώματα που αφορούν αποκλειστικά τα παιδιά, όπως στασιμότητα της σωματικής αύξησης, καθυστέρηση της οδοντοφυΐας, και διαταραχές της ενήβωσης, όσο και με συμπτώματα που συναντώνται και στους ενήλικες όπως εύκολη κόπωση, νωθρότητα, υπνηλία, δυσκοιλιότητα, τριχόπτωση, ξηροδερμία, δυσανεξία στο κρύο και διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα (βρογχοκήλη). Η αυξημένη πρόσληψη βάρους δεν είναι συχνή εκδήλωση του υποθυρεοειδισμού στα παιδιά, ενώ η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της TSH χωρίς να απαραίτητα να υπάρχει διαταραχή του θυρεοειδούς αδένα.
Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού συνίσταται στη χορήγηση της θυροξίνης. Η θυροξίνη δίνεται με τη μορφή χαπιού το οποίο λαμβάνεται μία φορά τη μέρα, είναι εύθρυπτο και μπορεί να διαλυθεί σε μικρή ποσότητα νερού, οπότε χορηγείται εύκολα σε νεογνά, βρέφη και μικρά παιδιά. Καλό είναι να λαμβάνεται με άδειο στομάχι, τουλάχιστον μισή ώρα πριν το φαγητό, διότι απορροφάται καλύτερα. Το τελευταίο δεν είναι εφικτό σε νεογνά και βρέφη που σιτίζονται κάθε 3-4 ώρες οπότε το βασικό είναι να δίνεται η θυροξίνη την ίδια ώρα κάθε μέρα και με τις ίδιες συνθήκες. Επίσης καλό είναι να μην αλλάζουμε το σκεύασμα της θυροξίνης που μας έχει συνταγογραφηθεί.
Αν χρειαστεί για κάποιο λόγο το παιδί να πάρει συμπλήρωμα σιδήρου ή ασβεστίου πρέπει να μεσολαβεί διάστημα μεγαλύτερο των 4 ωρών από τη θυροξίνη αλλιώς θα μειωθεί η αποτελεσματικότητά της.
Επίσης χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε ότι προϊόντα σόγιας μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση της θυροξίνης όπως και σκευάσματα που δίνονται για κολικούς και αναγωγές, οπότε καλό είναι να συμβουλευόμαστε τον παιδοενδοκρινολόγο μας πριν προχωρήσουμε σε συστηματική χορήγηση τέτοιων σκευασμάτων.
-Στις περισσότερες περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού στα παιδιά απαιτείται δια βίου χορήγηση θυροξίνης. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες παροδικές μορφές ΣΥ όπως και περιπτώσεις αυτοάνοσου υποθυρεοειδισμού όπου ο θυρεοειδής αδένας δεν καταστρέφεται ολοκληρωτικά και μπορεί η λειτουργία του να ανακάμψει.
-Επειδή χορηγούμε την ορμόνη που λείπει, όταν η δόση είναι σωστή, δεν υπάρχουν παρενέργειες. Αν η δόση είναι παραπάνω από αυτή που απαιτείται, τότε μπορεί να δημιουργηθεί ευερεθιστότητα, δυσκολία στον ύπνο, μαλακές κενώσεις, δυσκολία σίτισης σε νεογνά και βρέφη, πτωχή πρόσληψη βάρους ενώ μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να αναφέρουν ταχυκαρδίες και δυσκολία στη συγκέντρωση. Αν η δόση είναι λιγότερη, τότε έχουμε συμπτώματα υποθυρεοειδισμού. Το καλό με τη θυροξίνη είναι ότι μπορούμε να παρακολουθήσουμε την επάρκεια της δόσης μετρώντας την TSH.
Ο υπερθυρεοειδισμός είναι πιο σπάνιος στα παιδιά και παρατηρείται συχνότερα στην εφηβική ηλικία σε κορίτσια. Η πιο συχνή αιτία είναι η νόσος Graves, που σχετίζεται με την ανάπτυξη αντισωμάτων τα οποία καταλαμβάνουν τη θέση της TSH στο θυρεοειδή αδένα, και διεγείρουν έτσι τον αδένα με συνέπεια την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων θυρεοειδικών ορμονών.
-Συμπτώματα μοναδικά στα παιδιά είναι η διαταραχή στη σωματική αύξηση (για παράδειγμα ταχεία αύξηση στο ύψος και πρώιμη ωρίμανση των οστών) και της ενήβωσης (καθυστερημένη ήβη).
Όπως και στους ενήλικες ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανιστεί με ταχυκαρδία, φτερουγίσματα στο στήθος, μαλακές ή και συχνές εντερικές κενώσεις ή ακόμη και διάρροια, υπερένταση, νευρικότητα,εφιδρώσεις, δυσανεξία στη ζέστη, αδυναμία συγκέντρωσης, κρίσεις πανικού και άγχους και απώλεια βάρους παρά την αυξημένη όρεξη. Στις έφηβες μπορεί να παρατηρηθεί και διαταραχή της περιόδου. Επίσης ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να εκδηλωθεί με διόγκωση του θυρεοειδούς (βρογχοκήλη).
Στη νόσο Graves μπορεί να συνυπάρχουν και εκδηλώσεις από τα μάτια όπως ο εξόφθαλμος (όπου τα μάτια φαίνονται διογκωμένα και εξέχουν) που σχετίζεται με τη δράση των αντισωμάτων στους μύες που συγκρατούν το μάτι μέσα στον οφθαλμικό κόγχο.
Πρώτης γραμμής θεραπεία είναι τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα. Στα παιδιά δίνονται η καρβιμαζόλη ή η μεθιμαζόλη. Στην αρχή μέχρι να ελεγχθεί η κατάσταση μπορεί να χρειαστεί να χορηγηθεί και ένα φάρμακο για να ελαττώσει το ρυθμό της καρδιάς (β-αποκλειστής) για σύντομο συνήθως χρονικό διάστημα.
Στα παιδιά δεν συστήνεται ως πρώτη επιλογή η χρήση της προπυλθειουρακίλης, ένα άλλο αντιθυρεοειδικό φάρμακο, λόγω αυξημένου κινδύνου τοξικότητας στο συκώτι.
Γενικά αυτά τα φάρμακα είναι καλά ανεκτά από τα παιδιά. Μια σοβαρή, αλλά ευτυχώς σπάνια, ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η πτώση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων. Είναι επομένως, βασικό να θυμόμαστε ότι αν το παιδί παραπονεθεί για πονόλαιμο ή εμφανίσει άφθες στο στόμα, πρέπει να απευθυνθούμε στον παιδοενδοκρινολόγο μας για συμβουλή και να κάνουμε επειγόντως μια γενική αίματος.
Η νόσος του Graves μπορεί να υποχωρήσει, μετά από αγωγή διάρκειας δύο ετών περίπου, με αντιθυρεοειδικά φάρμακα. Όμως περίπου στο ένα τρίτο των παιδιών μπορεί να υποτροπιάσει. Σε περιπτώσεις υποτροπής θα χρειαστεί μακροχρόνια θεραπεία ή να οδηγηθούμε σε μόνιμη λύση όπως η ολική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα ή χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου.